Ένα από τα πιο σπουδαία μυστήρια για την Ορθοδοξία αποτελεί το μυστήριο της βάπτισης, κατά τη διάρκεια του οποίου ο βαπτιζόμενος, αφού εξαγνιστεί από τα αμαρτήματά του μέσα στο καθαγιασμένο νερό της κολυμπήθρας, χρήζεται μέλος της εκκλησίας του Χριστού. Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ο νηπιοβαπτισμός, που επικρατεί σήμερα, ήταν απαγορευμένος καθώς ο νεοφώτιστος έπρεπε να βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία και να έχει ασπαστεί συνειδητά τη χριστιανική πίστη. Αργότερα όμως καθιερώθηκε η βάπτισ η βρεφών και οι γονείς επιφορτίστηκαν με την ευθύνη της λήψης σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον του νεογνού.
Στην εποχή μας επικρατεί εσφαλμένα η αντίληψη πως η βάπτιση και η ονοματοδοσία του νεοφώτιστου συνιστούν μια ενιαία διαδικασία. Η ελληνική νομοθεσία, αλλά και η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη διακρίνουν σαφώς τις δύο έννοιες μεταξύ τους. Σύμφωνα με το νόμο Ν. 344/1976, ονοματοδοσία αποκαλείται η διαδικασία δήλωσης του ονόματος του νεογέννητου στο ληξιαρχείο από τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα, σε αντίθεση με τη βάπτιση που μέσα σε καθορισμένη προθεσμία από την τέλεση του μυστηρίου καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως και πιστοποιεί το θρήσκευμα του νεοφώτιστου.
Η παραπάνω παρανόηση δεν είναι, ωστόσο, δύσκολο να κατανοηθεί. Στο μυστήριο της βάπτισης για πρώτη φορά γνωστοποιείται το όνομα του νηπίου στα μέλη του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος ενώπιον του Θεού και των προσκεκλημένων και ίσως αυτός είναι ο λόγος της άρρηκτης σύνδεσης της βάπτισης με την ονοματοδοσία.
Το ανεπανάληπτο γεγονός της βάπτισης που συνδέεται με την ονοματοδοσία και που αποτελεί σταθμό στην ζωή του νεογνού και των οικείων ενίοτε αποτελεί αφορμή έντονων διενέξεων και προστριβών ανάμεσα στο ζευγάρι σχετικά με το όνομα του νηπίου.
Η παράδοση που υπαγορεύει ότι στα παιδιά θα πρέπει να δοθούν ως βαπτιστικά ονόματα αυτά του παππού ή της γιαγιάς από την πατρική οικογένεια συγκρούεται συχνά με τις επιθυμίες της μητέρας που εύλογα διεκδικεί το δικαίωμα γνώμης όσον αφορά το όνομα του παιδιού της. Η μητέρα που επωμίζεται κατά κύριο λόγο τα οικογενειακά «βάρη» διεκδικεί δικαιολογημένα την αναγνώριση της προσφοράς της και την ισότιμη συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ονοματοδοσία των τέκνων της.
Σε πολλές περιπτώσεις το θέμα του βαπτιστικού ονόματος προκαλεί σοβαρή ρήξη στο ζευγάρι που δύσκολα αποκαθίσταται. Περιπτώσεις διαζυγίων καταγράφονται συχνά στη νομολογία, καθώς και ακραίες περιπτώσεις αλλαγής του ονόματος του παιδιού ύστερα από το χωρισμό των γονιών και την ανάληψη της επιμέλειας από τον ένα γονέα. Συνήθως η μητέρα που δεν έχει συναινέσει στην ονοματοδοσία του παιδιού είναι αυτή που καταφεύγει στα δικαστήρια για να αλλάξει το όνομα, γεγονός που προκαλεί συγκρουσιακές καταστάσεις και έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στη ζωή όλων.
H προσπάθεια των γονιών να ικανοποιηθούν οι παππούδες και οι γιαγιάδες και να αποφευχθούν περεταίρω προβλήματα και προστριβές καταλήγει συχνά σε διπλό όνομα για το παιδί. Πολλές φορές το όνομα του παιδιού αποτελεί συγκερασμό των επιθυμητών ονομάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αστείο αποτέλεσμα, που στερείται νοήματος ή ετυμολογίας και σίγουρα δεν ικανοποιεί κανέναν από τους παππούδες ή τις γιαγιάδες. Καθώς μάλιστα κάθε οικογένεια χρησιμοποιεί το όνομα που προέρχεται από αυτή, οι ψυχολογικές συνέπειες για το παιδί είναι ανυπολόγιστες με απόληξη την απόλυτη σύγχυση και το διχασμό του παιδιού.
Ακόμα και η επιλογή ουδέτερων βαπτιστικών ονομάτων δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα και δυναμιτίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των δυο οικογενειών. Στην εκκλησία διαδραματίζονται τραγελαφικές σκηνές με αποχωρήσεις συγγενών, κυρίως από την οικογένεια του πατέρα, από τους οποίους αφαιρούνται κεκτημένα δικαιώματα ετών!
Η επιλογή του ονόματος θα πρέπει ωστόσο να αποτελεί αποτέλεσμα της δημοκρατικής ατμόσφαιρας, συνεννόησης και αγάπης ανάμεσα στο ζευγάρι με γνώμονα πάντα το συμφέρον του παιδιού και η βάπτιση ένα από τα πιο χαρούμενα γεγονότα της οικογενειακής ζωής.
http://www.avaptisto.gr/index.php/home/blog/60-metopiki-sygkrousi-me-ta-vaptistika-onomata